υπασβεστία

υπασβεστία
η, Ν
η υπασβεστιαιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ασβέστιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπασβεστιαιμία — η, Ν ιατρ. η ελάττωση τής περιεχόμενης στον ορό τού αίματος ποσότητας ασβεστίου κάτω από τα κανονικά όρια, αλλ. υπασβεστία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hypocalcemia < hypo (< υπ(ο) *) + calc (< calcium «ασβέστιο») + emia (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”